- ῥυγχίον
- ῥυγχ-ίον, τό, Dim. of ῥύγχος, Ar.Ach.744, Theophil.8.2, POxy.108.5 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥυγχίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥυγχία — ῥυγχίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυγχίο — το / ῥυγχίον, ΝΜΑ [ῥύγχος] νεοελλ. ένας από τους τρεις λοβούς τού στίγματος τών στημόνων τών ορχεοειδών μσν. αρχ. μικρό ρύγχος … Dictionary of Greek
ρυγχιάζω — Α [ῥύγχος / ῥυγχίον] (κατά τον Ησύχ.) «ῥογχάζω, ῥέγχω» … Dictionary of Greek